περίσφιγξις

περίσφιγξις
(-εως) η
1) уст. сжимание со всех сторон; 2) воен, окружение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "περίσφιγξις" в других словарях:

  • περισφίγξεσιν — περίσφιγξις tying tight all round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσφιγξιν — περίσφιγξις tying tight all round fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσφιγξη — η / περίσφιγξις, εως, ΝΑ [περισφίγγω] 1. σφίξιμο, δέσιμο από παντού, ολόγυρα 2. σφιχτό δέσιμο, σύσφιγξη νεοελλ. 1. βιολ. χαρακτηριστικό σημείο που διακρίνεται πάνω στα χρωμοσώματα, όταν βρίσκονται στην πρόφαση τής μίτωσης και είναι χρωματισμένα… …   Dictionary of Greek

  • περισφίγξεως — περισφίγξεω̆ς , περίσφιγξις tying tight all round fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισφίγξῃ — περισφίγξηι , περίσφιγξις tying tight all round fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»